υδροκλιματολογία

υδροκλιματολογία
η, Ν
ιατρ. τομέας τής θεραπευτικής, που εξετάζει την επίδραση τών μεταλλικών νερών ή τών θερμών πηγών, σε συνδυασμό με το κλίμα, στους οργανισμούς και ταυτόχρονα τον τρόπο τής χρησιμοποίησής τους για τη θεραπεία διαφόρων παθήσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hydroclimatologie (< υδρ[ο]-* + κλιματολογία)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υδροκλιματολογικός — ή, ό, Ν [υδροκλιματολογία] ιατρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υδροκλιματολογία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”